- λογοδοτώ
- λογοδοτώ, λογοδότησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λογοδοτώ — 1. κάνω απολογισμό 2. δίνω λόγο για ορισμένες πράξεις μου, απολογούμαι για όσα έχω κάνει («ο πρόεδρος θα λογοδοτήσει κάποτε για τις ατασθαλίες του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Α. Στούπη] … Dictionary of Greek
λογοδοτώ — λογοδότησα, δίνω λόγο για ορισμένες πράξεις μου, εκθέτω αυτά που έκανα: Ο πρόεδρος του συλλόγου λογοδότησε για όσα έγιναν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλογοδότητος — η, ο [λογοδοτώ] 1. αυτός που δεν λογοδότησε ή δεν έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει 2. αυτός για τον οποίο δεν λογοδότησε κανείς 3. επίρρ. αλογοδοτήτως, αλογοδότητα … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
λογαριασμός — ο (AM λογαριασμός) [λογαριάζω] μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό») νεοελλ. 1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός τής ΔΕΗ») 2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με… … Dictionary of Greek
λογοδοσία — η η έκθεση τών πεπραγμένων και η απόδοση λογαριασμών μιας αρχής, επιτροπής ή άλλου διοικητικού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοδοτῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
προσυπέχω — Α φέρω μεγαλύτερη ευθύνη για κάτι («τῆς δὲ τύχης προσυποσχεῑν ἕν τι τῶν ἀδυνάτων», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπέχω «υπόκειμαι σε ευθύνες, λογοδοτώ»] … Dictionary of Greek
υπέχω — ὑπέχω ΝΜΑ [ἔχω] νεοελλ. αρχ. φρ. α) «υπέχω λόγον» υπόκειμαι σε λογοδοσία, καλούμαι να λογοδοτήσω β) «υπέχω ευθύνην [ή «ευθύνας]» είμαι υπεύθυνος για κάτι γ) «υπέχω δίκην» δικάζομαι μσν. αρχ. 1. υποκλίνομαι («ὑπέχουσι τῇ εὐλογίᾳ τὴν κεφαλήν», Γρηγ … Dictionary of Greek
λογαριασμός — ο 1. αρίθμηση, μέτρημα: Ο λογαριασμός ήταν λάθος. 2. πίνακας εξόδων ή εσόδων: Ο λογαριασμός του τηλεφώνου ήρθε φουσκωμένος. 3. δοσοληψία οικονομική: Θα καταθέσω τα χρήματα στον τραπεζικό λογαριασμό σου. 4. φρ., «Δίνω λογαριασμό», λογοδοτώ· «δικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)